- ζεύγνυσθε
- ζεύγνυμιyokepres imperat mp 2nd plζεύγνυμιyokepres ind mp 2nd plζεύγνυμιyokeimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεύγνυσθ' — ζεύγνῡσθα , ζεύγνυμι yoke pres ind act 2nd sg (epic) ζεύγνυσθε , ζεύγνυμι yoke pres imperat mp 2nd pl ζεύγνυσθε , ζεύγνυμι yoke pres ind mp 2nd pl ζεύγνυσθαι , ζεύγνυμι yoke pres inf mp ζεύγνυσθε , ζεύγνυμι yoke imperf ind mp 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek